ἔξορμος

ἔξορμος
ἔξορμος
sailing from a harbour
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έξορμος — η, ο (Α ἔξορμος, ον) [όρμος] αυτός που βρίσκεται στην ανοιχτή θάλασσα, έξω από το λιμάνι αρχ. 1. ορμητικός 2. αναστατωμένος, ταραγμένος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔξορμον η ορμή …   Dictionary of Greek

  • ἐξόρμους — ἔξορμος sailing from a harbour masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔξορμοι — ἔξορμος sailing from a harbour masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”